επεισοδιακός

επεισοδιακός
-ή, -ό
επίρρ. που ανήκει ή αναφέρεται σε επεισόδιο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επεισοδιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επεισόδιο 2. παρέμβλητος, επουσιώδης 3. εκείνος που προκαλεί πρόσκαιρες ζωηρές εντυπώσεις («επεισοδιακή εμφάνιση»). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Κ. Δ. Σούτζο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”